- κορυφώ
- κορυφῶ, -όω (ΑM)βλ. κορυφώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορυφῶ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κορυφόω bring to a head pres subj act 1st sg κορυφόω bring to a head pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Corfu — For other uses, see Corfu (disambiguation). Corfu Κέρκυρα Pontikonisi and Vlacheraina monastery seen from the hilltops of Kanoni … Wikipedia
Корфу (остров) — У этого термина существуют и другие значения, см. Керкира. Корфу, Керкира Κέρκυρα … Википедия
Керкира (остров) — У этого термина существуют и другие значения, см. Керкира. Керкира, Корфу Κέρκυρα Координаты … Википедия
ακορύφωτος — η, ο (Α ἀκορύφωτος, ον) [κορυφῶ ( ώνω)] νεοελλ. αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του αρχ. ο αναρίθμητος … Dictionary of Greek
θεοκορύφωτος — θεοκορύφωτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ψηλές κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κορυφώ] … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
κορύφωμα — το (Α κορύφωμα) [κορυφώ] το υψηλότερο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος, ο ανώτατος βαθμός, η αποκορύφωση («το κορύφωμα τής δόξας») … Dictionary of Greek
κορύφωση — η (Α κορύφωσις) [κορυφώ] νεοελλ. το κορύφωμα, ο ανώτατος βαθμός («η κορύφωση τής διαφθοράς») αρχ. 1. εξύψωση, έξαρση 2. ολοκλήρωση, τελειοποίηση 3. (για πυραμίδα) η κορυφή … Dictionary of Greek